-
1 κατερέφω
A cover over, roof,τὰς σκηνὰς κλήμασιν Plu.Caes.9
;ἀλλήλους τοῖς θυρεοῖς Id.Ant.49
:—[voice] Med., roof over for onesclf or what is one's own, ;ὡς ὅτε τις κεράμῳ κατερέψεται ἑρκίον ἀνήρ A.R.2.1073
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερέφω
См. также в других словарях:
κατερέφω — (Α) 1. καλύπτω με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω («τὰς σκηνὰς ἀμπελίνοις κλήμασιν κατερέφουσι», Πλούτ.) 2. μέσ. κατερέφομαι (για χελώνα) περιβάλλομαι με κάλυμμα, με όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρέφω «στεγάζω»] … Dictionary of Greek